Χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση απλών συμπιεστικών καταγμάτων που το πρόσθιο τμήμα του σώματος του σπονδύλου χάνει το ύψος του (καθιζάνει) με σκοπό την σταθεροποίηση του κατάγματος και την καταπολέμηση του πόνου από το κάταγμα. Τα οστεοπορωτικά κατάγματα είναι συνήθως αυτού του τύπου και προκαλούνται με πολύ μικρή βία στους ‘’εύθραυστους’’ και αδύναμους σπονδύλους.
Στη κυφοπλαστική δημιουργούμε στο σώμα του σπονδύλου χώρο-κοιλότητα φουσκώνοντας ένα μπαλονάκι και μετά εγχέουμε τσιμέντο ενώ στη σπονδυλοπλαστική βάζουμε κατ’ ευθείαν τσιμέντο για να πάει σε όλα τα καταγματικά σημεία του σώματος του σπονδύλου. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος των επεμβάσεων αυτών είναι το τσιμέντο που τοποθετούμε, να φτάσει και να πιέσει το νωτιαίο μυελό και τα νεύρα.
Είναι μέθοδοι που γίνονται συνήθως χωρίς την άμεση χειρουργική προσπέλαση της περιοχής αλλά ανήκουν στις ελάχιστα επεμβατικές μεθόδους που γίνονται με την καθοδήγηση του ακτινολογικού μηχανήματος (C-arm, τηλεόρασης) .
Είναι γεγονός ότι ο ενθουσιασμός που υπήρξε πριν μερικά χρόνια όταν πρωτοχρησιμοποιήθηκε η μέθοδος αυτή έχει αρκετά περιοριστεί όπως συνήθως συμβαίνει σχεδόν με όλες τις νέες μεθόδους και υλικά που εφαρμόζονται στην χειρουργική της ΣΣ. Ο λόγος βέβαια είναι ότι άλλα είναι τα αποτελέσματα στα εργαστήρια μελετών και άλλα τα αποτελέσματα με την εφαρμογή των νέων υλικών και μεθόδων στη πράξη επί σωρεία ασθενών από ειδικούς και μη γιατρούς.
Φαίνεται ότι ο σπουδαιότερος λόγος της όχι και τόσο επιτυχούς πορείας των μεθόδων αυτών είναι το γεγονός της ύπαρξης της οστεοπόρωσης στους περισσότερους ασθενείς. Η επαφή του ειδικού ‘’τσιμέντου’’ που τοποθετείται στο σώμα του σπονδύλου όντας υπερβολικά σκληρό ερχόμενο σε επαφή με το μαλακό-οστεοπορωτικό οστούν το διαβρώνει εκ νέου που οδηγεί σε χαλάρωση και υποτροπή.
Αρκετά συχνά ο χειρουργός είναι αναγκασμένος να αποφασίσει διεγχειρητικά (κατά την διάρκεια του χειρουργείου να συνδυάσει τις μεθόδους αυτές με ανοικτή κλασσική επέμβαση για σπονδυλοδεσία της περιοχής (σταθεροποίηση).